Τώρα που καλοκαίριασε, μαζί με τον νέο ηλιόλουστο Ιούνη μια αύρα βλυχιώτικη έρχεται να με πάει ποδαρόδρομο μέχρι τις Πλάκες, φορώντας μου τα παιδικά παπούτσια.
Ένας χείμαρρος συναισθημάτων, αγνών και ανεπιτήδευτων, σχεδιάζει πάλι στη μνήμη μου το σπιτάκι που μέναμε στις Πλάκες.
Με τη βεράντα του, τον τραυματισμένο γλάρο που μας έκανε παρέα, τις φωνές, τα γέλια και τα τραπεζώματα -ακόμα και σε περαστικούς- και με τα ψάρια που μας έπιανε ο πατέρας μου, με μια μικρή-μικρή βαρκούλα, που στο παιδικό μου μυαλό τότε φάνταζε μυθική.
Με τις δυσκολίες μιας ζωής σχεδόν πρωτόγονης, χωρίς νερό και ανέσεις, αλλά με την ευχαρίστηση της κάθε στιγμής, που έδειχνα να απολαμβάνω γαλήνια και φυσικά, όπως το βότσαλο που το λούζει το κύμα. Τότε που το βουητό μιας βάρκας που ερχόταν από τη Χώρα, ξυπνούσε τη μεσημεριανή ηρεμία μου και μαζί μ' αυτήν, την περιέργεια για το ποιος μας έρχεται.
Εκεί που μαζί με τους γείτονές μας νιώθαμε σαν μια οικογένεια και μοιραζόμασταν σκέψεις, παιχνίδια και σχέδια. Στις Πλάκες που ένα απλό κοίταγμα στον ορίζοντα και τη θαλασσινή απεραντοσύνη έμοιαζε με ονειροπόληση μιας ζωής γεμάτης από φλύαρα μηνύματα ευτυχίας.
Πέμπτη, 01 Ιουνίου 2023
Κάποτε στις Πλάκες του Βλυχού
Οι αναμνήσεις κατοικούν στο μυαλό μας σαν κάτι ήδη «φορεμένο» κι επομένως γνώριμο. Πολλές φορές λοιπόν, πιάνουμε τον εαυτό μας να γυρνάει πίσω στην ασφάλεια του χθες και ειδικά σε περιόδους που είχαμε ζήσει όμορφες στιγμές.