Δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του παραμυθιού του «Η Χιονονιφάδα που αγάπησε το Καλοκαίρι», που συνεχίζεται να αγαπιέται τόσο ως βιβλίο όσο και ως θεατρική παράσταση, ο Υδραίος συγγραφέας Χρήστος Δασκαλάκης επιστρέφει με μια καινούρια ιστορία.
Ένα παραμύθι, που αυτή τη φορά, έχει στόχο να ταξιδέψει και να μαγέψει αναγνώστες κάθε ηλικίας.
Και γιατί όχι; Ήρθε μάλλον η ώρα, και εμείς οι μεγάλοι, να αποκτήσουμε το δικό μας εικονογραφημένο βιβλίο!
Καλώς ήρθε στην εκδοτική σου οικογένεια «Το Γονεοτροφείο». Πώς νιώθεις για το καινούριο αυτό μέλος;
Χαρά και ανακούφιση. Το ετοιμάζαμε δύο σχεδόν χρόνια και το περιμέναμε με μεγάλη ανυπομονησία.
Μεγάλο διάστημα για ένα παραμύθι.
Όντως! Όμως χρειάστηκαν πολλές συζητήσεις με την ομάδα πριν καταλήξουμε στο τελικό κείμενο. Μπορεί να είναι ένα τρυφερό παραμύθι «καληνύχτας», αλλά κρύβει νοήματα που έπρεπε να αποδοθούν σωστά και να μείνουν πιστά σε όσα ήθελε η καρδιά μου να μοιραστεί.
Πρόκειται όντως για μια άκρως τρυφερή ιστορία, με μια ιδιαίτερη εικονογράφηση του Βασίλη Παπατσαρούχα. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Ο Βασίλης Παπατσαρούχας έχει ντύσει με έναν μαγικό τρόπο την ιστορία μας. Βραβευμένος με δύο κρατικά βραβεία εικονογράφησης, είναι ένας καλλιτέχνης που δίνει πολλαπλά νοήματα στις εικόνες του και καθηλώνει με την αισθητική του. Οι εκδόσεις Άγκυρα, διαβάζοντας το αρχικό κείμενο, έφεραν το όνομα του Βασίλη στη συζήτηση και φυσικά δεν μπορούσα να αρνηθώ τη τιμή να συνεργαστώ μαζί του στην περίπτωση που ήταν διαθέσιμος και τον ενέπνεε η ιστορία μου.
Έτσι και έγινε λοιπόν, με αποτέλεσμα εικόνα και κείμενο να σε ταξιδεύουν σε έναν κόσμο που κρύβει κάτι για τον καθένα μας.
Για πρώτη φορά χρησιμοποιείς χιουμοριστικές σκηνές σε ένα βιβλίο σου. Τρυφερότητα, αγωνία, χιούμορ και συγκίνηση συνδυάζονται ισότιμα και μας δίνουν ένα αριστοτεχνικό αποτέλεσμα. Πώς επιτυγχάνεται αυτό;
«Το Γονεοτροφείο» είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας ή της οικογένειάς μας. Μέσα σε αυτήν βιώνουμε πολλές εναλλαγές συμπεριφοράς και συναισθημάτων. Το ίδιο ήθελα να μεταφέρω και στο παραμύθι μας. Κυρίως στο συγκεκριμένο βιβλίο που απευθύνεται τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες. Ήθελα να διαβάζεται ευχάριστα από όλους μας. Ήθελα, όσο διαφορετικοί και αν είμαστε μεταξύ μας, να βρούμε μέσα εκεί ένα δικό μας κομμάτι.
Με ποιον από τους ήρωες ταυτίζεσαι περισσότερο προσωπικά; Τον μικρό Παύλο ή τους ενήλικες Αλκαίο και Φώτη;
Έχω υπάρξει λίγο από όλα. Είχα τη δροσιά και τον αυθορμητισμό του Παύλου, την ωριμότητα και την υπομονή του Αλκαίου και την «τρέλα» με την επιπολαιότητα του Φώτη.
Στο σήμερα, νιώθω λίγο πιο κοντά στον Αλκαίο. Νιώθω ότι απορρίπτομαι, απογοητεύομαι, στεναχωριέμαι, αλλά συνεχίζω να προσπαθώ, να ελπίζω, να ονειρεύομαι. Και ίσως τελικά καταφέρω να δικαιωθώ, όπως τα κατάφερε και ο Αλκαίος!
Επειδή ξέρουμε ότι πίσω από κάθε ιστορία σου κρύβεται μια προσωπική εμπειρία, τι πραγματικά υπήρχε στο μυαλό σου κατά τη συγγραφή του «Γονεοτροφείου»;
Η ανάγκη μου να πω μια ιστορία για τους ανθρώπους που προσπαθούν αλλά δεν τα καταφέρνουν με την πρώτη, που πέφτουν μα ευτυχώς σηκώνονται ξανά, που κάνουν λάθη μα μετανοούν. Η ανάγκη μου για λίγες στιγμές αγάπης και αποδοχής που ίσως δε βρήκαμε ως παιδιά και τα αναζητάμε ως ενήλικες...
Υπάρχουν στο «Γονεοτροφείο», έμμεσα καταγεγραμμένες, αναμνήσεις από τη δική σου ζωή ως μικρό παιδί στην Ύδρα;
Μα φυσικά. Τα «πρέπει» του Φώτη και της Φώφης στο παραμύθι είναι εμπνευσμένα από τα κλειστά όρια της μικρής μας κοινωνίας. Είτε αυτό είναι το νησί μας, είτε είναι ένα ορεινό χωριό. Κάθε παραμύθι μου νιώθω πως κρύβει μια προσωπική ιστορία. Όπως λέω συχνά, πίσω από τα πιο τρυφερά παραμύθια κρύβονται οι μεγαλύτερες αλήθειες...
Ένα καλό παραμύθι μπορεί να προσφέρει μια μοναδική εμπειρία στα παιδιά. Πιστεύεις πώς μπορεί να «γαληνέψει» και την ψυχή ενός ενήλικα;
Απόλυτα! Το πιστεύω και το βιώνω κάθε φορά που διαβάζω ένα όμορφο και καλογραμμένο παραμύθι! Κάθε βιβλίο που ετοιμάζω θα ήθελα να έχει μια όμορφη ιστορία να πει στην ψυχή μου ως ενήλικας. Και αν μπορεί να πει κάτι σε εμένα, τότε ίσως έχει κάτι όμορφο να πει και σε άλλους αναγνώστες.
Γνωρίζοντας την πορεία σου μέχρι τώρα, νιώθεις δικαιωμένος μέσα από αυτό το ταξίδι;
Νιώθω ευλογημένος θα έλεγα. Έψαχνα χρόνια να βρω τι ήταν αυτό που θα μου χάριζε μερικές στιγμές ευτυχίας. Και το βρήκα στη συγγραφή. Το πρώτο πράγμα που είχα ονειρευτεί ως παιδί αλλά οι συνθήκες μου το είχαν «απαγορέψει». Οπότε ναι, νιώθω δικαιωμένος για την υπομονή και το κουράγιο που έπρεπε να δείξω. Μέσα στο «Γονεοτροφείο» είναι έμμεσα καταγεγραμμένη η δική μου διαδρομή...
Ήταν λοιπόν θέμα υπομονής, τύχης ή ταλέντου;
Ο παράγοντας τύχη σίγουρα δε με ευνόησε ποτέ. Δεν ξέρω αν ήταν θέμα ταλέντου, μεγάλη λέξη. Θα έλεγα ήταν μάλλον θέμα ανθρώπων. Ήταν οι άνθρωποι που με ενέπνευσαν, που με δίδαξαν υπομονή, ήταν οι άνθρωποι που πίστεψαν σε εμένα και κυρίως οι άνθρωποι που διάβασαν τα βιβλία μου.
Μιλάς συχνά για αυτούς τους ανθρώπους.
Χωρίς αυτούς τους ανθρώπους δε θα ήμουν σήμερα εδώ. Οι αναγνώστες είναι για εμένα το μεγαλύτερο δώρο της ζωής μου. Μου στάθηκαν στα πρώτα μου βήματα, με στήριξαν στο πρώτο μου βιβλίο και συνεχίζουν να με συγκινούν με την αγάπη και την ανιδιοτέλεια τους. Νιώθω απίστευτα τυχερός που φιλοξενούν τα βιβλία μου στο σπιτικό τους.
Είναι λοιπόν «Το Γονεοτροφείο» ένα φιλόξενο σπιτικό για τους αναγνώστες;
«Το Γονεοτροφείο» είναι όντως ένα μέρος που ήρθε για να προσφέρει γαλήνη, αγάπη και ασφάλεια σε όποιον από εμάς το έχει στερηθεί ή το έχει ανάγκη. Μέσα στους τοίχους του είναι όλοι προστατευμένοι, όλοι αποδεκτοί και όλοι ευπρόσδεκτοι. Παιδιά και ενήλικες. Και χαίρομαι να ξέρω πως, οι άνθρωποι που το έχουν ήδη διαβάσει, βρήκαν μέσα στην ιστορία μας έναν κόσμο λίγο πιο όμορφο, ουσιαστικό, τρυφερό και ελπιδοφόρο...